- αποιμαντος
- ἀποίμαντοςἀ-ποίμαντος2(никем) не пасомый, без пастуха
(ἀγέλη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀγέλη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποίμαντος — untended masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποίμαντος — η, ο (AM ἀποίμαντος, ον) ο χωρίς ποιμένα (επίσκοπο ή άλλον πνευματικό ηγέτη) αρχ. (για κοπάδι) χωρίς βοσκό … Dictionary of Greek
ἀποίμαντον — ἀποίμαντος untended masc/fem acc sg ἀποίμαντος untended neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιμάντοις — ἀποίμαντος untended masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιμάντου — ἀποίμαντος untended masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποιμάντους — ἀποίμαντος untended masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίμαντα — ἀποίμαντος untended neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՀՈՎԻՒ — ( ) NBH 1 0188 Chronological Sequence: 11c, 12c ա. ἁποίμαντος carens pastore, et pascuis Որոյ ոչ իցէ հովիւ. անառաջնորդ, անտերունչ. անճարակ. ... *Հօտ անհովիւ. Մագ. ՟Ի՟Դ: *Աշխարհ ամենայն անհովիւ. Լմբ. պտրգ.: *Անհովիւս եւ անխնամակալուս. Սարգ. ՟ա.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)